-
1 καρκινος
2) астр. Рак ( созвездие) Plut.3) раковая опухоль, раковая язва, рак Dem.4) щипцы, клещи(λήψεται ὅ κ. τὸν τράχηλον, sc. τοῦ Κύκλωπος Eur.; καρκίνοις σιδηροῖς πιέζειν Diod.)
κ. πυραγρέτης Anth. — кузнечные клещи5) циркуль(ὅ κυκλογραφῶν κ. Sext.)
-
2 υποτιθημι
тж. med.1) подкладывать, подставлять, подводить(κύκλα πυθμένι Hom. - in tmesi; τὰ ᾠὰ ἀλεκτορίδι Arst.)
ὑ. φοίνικας Xen. — подкладывать пальмовые стволы;τοὺς πόδας ὑπέθηκεν ἥ φύσις τοῖς τετράποσιν Arst. — природа дала четвероногим нижние конечности;ὑπὸ ποταμὸν πόλιν ὑποθεῖναι Plat. — расположить город в низовьях реки;ὑποθεὴς τὰ ὑποκώλια ὑπὸ τὰς λαγόνας Xen. — (заяц лежит), поджав задние бедра к бокам;ὑποτίθεσθαί τι, ὥστε δοκεῖν μείζους εἶναι ἢ εἰσί Xen. — подкладывать (в свою обувь) что-л., чтобы казаться выше (ростом), чем на самом деле;ὅ ὑποτεθεὴς σκοπός Arst. — поставленная цель;ὑπέρ τινος ὑποθέσθαι ἐρεῖν Isocr. — задаться целью обсудить что-л.;ὑποθεὴς τέν σάρισαν Luc. — выставив копье;ὑποθεῖναι ἑαυτὸν τῷ φορτίῳ Luc. — принять на себя бремя2) класть в основу, полагатьὑποθεῖναί τι τῇ γνῶμῃ Dem. — принять что-л. за основу своего рассуждения;τέν ἀρχέν ὀρθῶς ὑποθέσθαι Dem. — принять правильный исходный пункт;τἀναντία οἷς ὑπεθέμην Plat. — противоположное тому, из чего я исходил;ὑποθέμενος εἶναί τι καλόν Plat. — исходя из предположения, что существует нечто прекрасное;τὰ ὑποτεθέντα Plat. — предположенное, принятое за основу, исходное положение3) излагать, выражатьὑποθεῖναι ὀρθῶς τοὺς λόγους Eur. — высказать правильные мысли;
ἥ τῶν πλειόνων εὐπραγία αὐτοῖς ὑποτιθεῖσα ἰσχὺν τῆς ἐλπίδος Thuc. — множество успехов, внушившее им огромную самонадеянность;ἐλπίδας ὑποθεὴς (αὐτοῖς) ὡς προστάται πάσης Λέσβου ἔσονται Xen. — посулив им, что они станут господами всего Лесбоса4) med. предлагать, советовать, рекомендовать(εὖ τινι Hom.; πάγκαλα νόμιμά τινι Plat.)
ἤ τι ἔπος ὑποθέσθαι τινὴ ἠέ τι ἔργον Hom. — подсказать кому-л. какое-л. слово или дело;τὰ ἄριστα ὑποτίθεσθαι Her. — давать наилучшие советы;σοὴ δ΄ οὐ κακῶς ὑποθήσομαι Arph. — я дам тебе неплохие наставления5) редко med. оставлять в залог, закладывать(τὸ ἐνέχυρον Her.; τέν οἰκίαν Dem.)
ὑποθεὴς αὑτὸν ὀκτακοσίων ταλάντων Plut. — выставив от себя ручательство на восемьсот талантов;ὑποθέσθαι πρὸς τὸ δημόσιον Plut. — заложить в казну6) med. давать ссуду под залог, брать в качестве залога(τὰ σκεύη τῆς νεώς Dem.)
οἱ ὑποτιθέμενοι Dem. — заимодавцы (берущие залог)7) выставлять на риск, подвергать опасностиτέν ψυχέν εἰς κίνδυνον ὑ. Plat. — подвергать свою душу опасности;
ὑ. τέν ψυχήν τινι Luc. и ὑ. τὸν τράχηλον ἑαυτοῦ ὑπέρ τινος NT. — рисковать жизнью из-за (ради) чего-л.;τῇ ὀργῇ τινος ὑ. ἑαυτόν Plut. — рисковать оказаться в опале у кого-л.;τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς Dem. — под свою личную ответственность -
3 αποκοπτω
1) отрубать, отсекать, отрезывать(κάρη Hom.; χεῖρας Her.; τινὴ τὸν τράχηλον Plut.)
ἀποκοπῆναι τέν χεῖρα Her. — лишиться руки;ἀποκοπῆναι τῆς ἐλπίδος Plut. — утратить надежду;ἀποκεκομμένης αὐτῷ τῆς φωνῆς Plut. — когда у него пропал голос2) выбивать, вытеснять (sc. τοὺς πολεμίους Xen.)3) med. оплакивать, нанося себе удары(νεκρόν Eur.)
-
4 επανατεινω
1) вытягивать, протягивать(τὸν τράχηλον Xen.)
τὰ ἐπανατεινόμενα κέρατα Xen. — выдвинутые вперед фланги2) med. ( угрожающе) поднимать(βάκτρον τινί Luc.)
3) med. угрожать(πράξειν τι Polyb.)
4) перен. подавать, внушать, сулить(ἐπανετείνοντο μείζονες ἐλπίδες τοῖς ἀξίοις ἐπαίνου Xen.; med. μείζους φόβους καὴ κινούνους τινί Polyb.)
-
5 επιπιπτω
(fut. ἐπιπεσοῦμαι)1) (на что-л.) падать, спадать(ἐπί τι Xen. etc.)
ἐπιπεσεῖν ἐπὴ τὸν τράχηλόν τινος NT. — броситься кому-л. на шею2) врываться, вторгаться(ἐπὴ τῷ νότῳ ὅ βορέας ἐπιπίπτει Arst.)
3) нападать(ἀφυλάκτῳ τινί и ἔς τινα Her.; ἀφράκτῳ τῷ στρατοπέδῳ Thuc.; τοῖς ἐναντίοις Xen.; τινὴ ἐξόπισθεν Plut.)
ἐπιπεσεῖν ἀλλήλοις Thuc. — столкнуться друг с другом;οὐ προσδεχομένῳ τινὴ ἐ. Plut. — напасть на кого-л. врасплох4) перен. налетать, обрушиваться(λύπαι ἐπέπεσόν τινι Eur.; χειμὼν ἐπιπεσών Plat.; ἐπιπίπτουσα δίκη τοῖς πονηροῖς Plut.; πολλὰ καὴ χαλεπὰ ἐπέπεσε ταῖς πόλεσι Thuc.)
5) приходить в голову, осенять(λογισμὸς ἐπιπίπτει τινί Plut.)
6) попадать, встречаться7) нисходить, проникать(τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐπέπεσεν ἐπί τινι и ἐπί τινα NT.)
-
6 κλοιος
-
7 κρεμαννυμι
κρεμάννυμι, κρεμαννύω(fut. κρεμάσω - атт. κρεμῶ - эп. κρεμόω, aor. ἐκρέμασα; med. κρέμαμαι - см.; aor. pass. ἐκρεμάσθην)1) вешать, подвешивать, свешивать вниз, спускать(σειρέν ἐξ οὐρανόθεν Hom.; τι ἐπὴ τὸν τράχηλόν τινος NT.)
κρεμάσαι τέν ἀσπίδα Arph. — повесить щит, т.е. перестать воевать;κρεμάσασθαι πηδάλιον Hes. — повесить свой руль, т.е. приостановить свои морские путешествия2) вешать в виде жертвенного дара(τεύχεα προτὴ νηὸν Ἀπόλλωνος Hom.; δῶρόν τι Ἀθάνᾳ Plut.)
3) вешать, умерщвлять через повешение(τινὰ ἀπὸ κάλω Arph.; τινὰ ἐπὴ ξύλου NT.). - см. тж. κρέμαμαι
-
8 κρεμαννυω...
κρεμαννύω...κρεμάννυμι, κρεμαννύω(fut. κρεμάσω - атт. κρεμῶ - эп. κρεμόω, aor. ἐκρέμασα; med. κρέμαμαι - см.; aor. pass. ἐκρεμάσθην)1) вешать, подвешивать, свешивать вниз, спускать(σειρέν ἐξ οὐρανόθεν Hom.; τι ἐπὴ τὸν τράχηλόν τινος NT.)
κρεμάσαι τέν ἀσπίδα Arph. — повесить щит, т.е. перестать воевать;κρεμάσασθαι πηδάλιον Hes. — повесить свой руль, т.е. приостановить свои морские путешествия2) вешать в виде жертвенного дара(τεύχεα προτὴ νηὸν Ἀπόλλωνος Hom.; δῶρόν τι Ἀθάνᾳ Plut.)
3) вешать, умерщвлять через повешение(τινὰ ἀπὸ κάλω Arph.; τινὰ ἐπὴ ξύλου NT.). - см. тж. κρέμαμαι
-
9 προσυποβαλλω
-
10 τραχηλος
(ᾱ) ὅ1) шея Her., Eur., Plat. etc.ἐν βρόχῳ τὸν τράχηλον ἔχων погов. Dem. — с петлей на шее
2) шейка(τῆς σικύας Arst.; τῆς καρδίας Plut.)
-
11 χοιρας
I(πέτραι Pind., Anth.)
II- άδος ἥ1) подводная скала, утес(ἀκταὴ χοιράδες τε Aesch.; σκόπελοι καὴ χοιράδες Her.)
2) бугор, опухоль, увеличенная железаχοιράδων τὸν τράχηλον περίπλεως Plut. — с шеей, бугристой от опухших желез
-
12 εντιθημι
1) класть поверх, накладывать(χλαίνας Hom.)
2) вкладывать, давать(ὀξύην χειρί, sc. τινος Eur.)
3) вкладывать, просовывать(αὐχένα ζυγῷ Eur.; τράχηλον εἰς βρόχον Diod.)
ἐ. πόδα Arph. — обуться;4) возлагать(κόσμον τινὴ τάφῳ Eur.)
5) вставлять(τὸ δέλτα ἀντὴ τοῦ νῦ Plat.; τὰ ὀνόματα εἰς τὸν μέτρον Arst.; ἐντιθεμένου τοῦ κάππα Plut.)
6) вкладывать, вводить(λογισμὸν καί σκέψιν τῇ τέχνῃ Arph.; τόλμαν εἰς τέν μουσικήν Plat.)
7) влагать, вселять, внушать(φόβον τινί Xen.; ἀθυμίαν τινί Plat.; βελτίω τινὰ νοῦν καὴ φρένας Dem.)
8) класть в рот(ὀλίγον τινί Arph.; ψωμίσματα τοῖς βρέφεσιν Plut.)
ἐνθοῦ, ἔντραγε Arph. — возьми, съешь9) давать, придавать, снабжать(σῖτον καὴ ὕδωρ καὴ οἶνον Hom.; ὄμμα λαμπρὸν κόραις Eur.; ἥλιος ἐντίθησι τῇ σελήνῃ τὸ λαμπρόν Plut.)
10) med. ставить, устанавливать(ἱστία νηΐ Hom.)
11) med. полагатьἐ. τινά τινι τιμῇ Hom. — уравнивать кого-л. с кем-л. в славе
12) med. грузить, погружать(κτήματα Hom.; εἰς πλοῖόν τι Xen.; φορτία εἰς ναῦν Dem.; χρήματα καὴ θεράποντας εἰς τὰς ναῦς Plut.)
13) med. укладывать(τινὰ λεχέεσσι Hom.)
14) med. принимать, проникатьсяχόλον ἐ. θυμῷ Hom. — затаить злобу;
μῦθόν τινος ἐ. θυμῷ Hom. — глубоко проникнуться чьими-л. словами
См. также в других словарях:
вы˫а — ВЫ|˫А (94), Ѣ ( ˫А) с. Шея: и навѩжи ѭ на выи своеи. да бѹдеть съ тобоѭ въинѹ Изб 1076, 19; и поклоньша колѣна. и простьрша вы˫а и жідѹща своѥ˫а съмьрти. ЧудН XII, 66в; ѡбрѣтающимъ же сѩ грѣшникомъ. грамоты на выѩхъ навѩзани имѹщимъ КР 1284,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κλοιός — Μεταλλικό στεφάνι, κυκλικός δεσμός (κυρίως γύρω από τον λαιμό ή τα χέρια)· ειδικό στεφάνι, σιδερένιο ή ξύλινο, που το χρησιμοποιούσαν ως όργανο βασανιστηρίων ήδη από την αρχαιότητα. Η απλούστερη μορφή του ήταν μια επίπεδη σανίδα με τρεις τρύπες,… … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… … Dictionary of Greek
ερεθισμός — ο (Α ἐρεθισμός) [ερεθίζω] 1. εξόργιση, παρόξυνση, διέγερση 2. προτροπή, παρακίνηση 3. η οποιαδήποτε αντίδραση ενός οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις, η αύξηση τής ευαισθησίας ή ευπάθειας ενός οργάνου τού σώματος, η φλόγωση νεοελλ. (ψυχολ.) κάθε … Dictionary of Greek
ομοιότητα — Δύο σχήματα χαρακτηρίζονται όμοια αν είναι δυνατό να καθοριστεί μεταξύ των σημείων τους μια αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία, η οποία διατηρεί τα σημεία που βρίσκοντα σε ευθεία, έτσι ώστε ο λόγος (έστω λ) μεταξύ δύο οποιωνδήποτε αντίστοιχων τμημάτων… … Dictionary of Greek
υποτίθεμαι — ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ [τίθημι] νεοελλ. (γ εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεται τίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια … Dictionary of Greek
στραγγαλίζω — ΝΜΑ, και στραγγουλίζω Ν [στραγγάλη / στραγγούλα] 1. πνίγω, θανατώνω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα χέρια, με σχοινί ή με ύφασμα (α. «στραγγάλισε τον άντρα της» β. «στραγγαλίζειν τὸν τράχηλον») 2. απαγχονίζω νεοελλ. 1.ναυτ. συσφίγγω δύο… … Dictionary of Greek
ARMATURA — Recentioribus armotum exercitatio dicitur seu exercitium militare, quô milites a Campidoctoribus instruebantur in campo. Glossarium Rigaltio laudatum, ἀρματούρα πρίμα, μελέτη πρώτη, Amm. Marcellin. l. 14. Multiplex armaturae scientia: Iul.… … Hofmann J. Lexicon universale
καθιμώ — καθιμῶ, άω (Α) 1. κατεβάζω κάποιον με σχοινί («καθιμᾷ αὐτὸν δήσας», Αριστοφ.) 2. (απλώς) κατεβάζω κάτι («τὸν τράχηλον ἂ καθιμήσας ἀνελκύσεις») 3. (κατά τον Ησύχ.) «καθιμᾷ καθίησι, χαλᾷ». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἱμῶ «ανασύρω»] … Dictionary of Greek
выя — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. шея; перен. гордость: выя жестокая (ὁ τράχηλος ὁ σκληρός)… … Словарь церковнославянского языка